-
1 στέφανος
στέφανος ο1) венок;2) венец:ο στέφανος δόξας — венец славы;
ΦΡ.ακάνθινος στέφανος — терновый венец;3) епископская митраЭтим.дргр. < στέφω «окружать» < инд. steb «укреплять, содержать» -
2 στέφανος
στέφανος, ὁ, eigtl. Umgebung, Umkränzung, πάντῃ γάρ σε περὶ στέφανος πολέμοιο δέδηεν, die Umzingelung der Schlacht, rings um dich ist die Schlacht entbrannt, Il. 13, 736, von den Riugmauern einer Stadt, Pind. Ol. 8, 32. – Gew. der Kranz, die Krone; in dieser Bedeutung erscheint das Wort bei Hom. noch nicht, vgl. unter στεφάνη; zweifelhaft Hom. epigr. 13, 1 ἀνδρὸς μὲν στέφανος παῖδες, πύργοι δὲ πόληος; und Hom. hymn. 32, 6 στίλβει δέ τ' ἀλάμπετος ἀὴρ χρυσέου ἀπὸ στεφάνου; und Hom. hymn. 6, 42 πάντες δὲ σκαλμοὶ στεφάνους ἔχον; entschieden Blumenkranz Hesiod. Th. 576, unächte Stelle; Kranz oft bei Pind., als Siegeszeichen: στέφανος περίκειται αὐτοῖς, Ol. 8, 76; ϑεμίπλεκτοι, N. 9, 53; νικαφόροι, I. 1, 21; τηλαυγεῖς, P. 2, 6; στέφανον ποταίνιον ἔλαχε, Ol. 11, 61; στέφανον ὕψιστον δέδεκται, P. 1, 100; στεφάνους εἴρειν, Kränze winden, N. 7, 77, u. sonst; τοῠδε γὰρ ὁ στέφανος, sein ist der Siegeskranz, Soph. Phil. 830; ὧν (ἀριστείων) αὐτὸς ἔσχε στέφανον εὐκλείας μέγαν, Ai. 460; χρυσεότευκτον στέφανον περιϑέσϑαι, Eur. Med. 984; χλωροκόμῳ στεφάνῳ δάφνας κοσμηϑεῖσαν, I. A. 759, u. öfter; ἀνϑέμων, Ar. Ach. 956; κοτίνου, Plut. 586; μύρτων, Ran. 330; στέφανον πλέκειν, Th. 400; ἀνείρειν, Ach. 970, flechten; περιτίϑεσϑαι, 380; ἀφαιρεῖν, Plut. 22; ἐλαίης, Her. 8, 26; auch ϑαλλοῠ, und στέφανος ϑαλλοῠ χρυσοῠς, ein aus Gold gearbeiteter Oelkranz, Böckh Inscr. I p. 242; Thuc. 4, 121; κιττοῠ τέ τινι στεφάνῳ δασεῖ καὶ ἴων, Plat. Conv. 212 e; χρυσῷ στεφάνῳ στεφανωϑῆναι, Ion 530 d, wie Xen. An. 1, 7, 7 u. öfter; Kränze wurden auch aufs Grab gelegt, An. 1, 2, 9; στέφανοί εἰσιν ἀρετῆς σημεῖον, φιάλαι δὲ πλούτου, Dem. 22, 75, u. öfter als Ehrenzeichen, welches einem um den Staat wohlverdienten Bürger gegeben wird; στ. ἀριστείας, D. Hal. 8, 58; δικαιοσύνης καὶ χρηστότητος, Plut. Philop. et Elam. 3. – Als Weihgeschenk, Dem. 24, 180 ff. – Περιπατεῖ ἐν τοῖς στεφάνοις, auf dem Kranzmarkte, Antiphan. bei Ath. IX, 350 f.
-
3 βραβεῖον
βραβεῖον, ου, τό (s. βραβεύω; Menand., Monost. 124 J.=653 Meineke [IV p. 359]; Ps.-Oppian, Cyn. 4, 197; Vett. Val. 174, 21; 288, 8; ins: Étude Delphiques [BCH Suppl. IV] ’77, 103–21, line 40 [III B.C.]; IPriene 118, 3 [I B.C.]; CIG 3674, 15 al. [Nägeli 37, 3]; horoscope in PPrinc 75, 13; PGM 4, 664) ‘prize’, but ἆθλον and νικητήριον are more common in Gk. lit. an award for exceptional performance, prize, awardⓐ of competition in the games, the prim. sense 1 Cor 9:24ⓑ of moral/spiritual performance, fig. ext. of a (cp. Herm. Wr. 18, 10; GrBar 12:6; Philo, Praem. 6; SibOr 2, 149) of the award of victory of Christians β. τῆς ἄνω κλήσεως the prize that is the object of (and can only be attained in connection with) the upward call Phil 3:14; (w. στέφανος) β. ἀναντίρρητον incontestable prize MPol 17:1. Gener. reward ὑπομονῆς β. reward for endurance 1 Cl 5:5 (cp. Menand., loc. cit. β. ἀρετῆς).—AEhrhardt, An Unknown Orphic-Writing … and St. Paul, ZNW 48, ’57, 101–10.—DELG s.v. βραβεύς. M-M (add. reff. APapathomas, NTS 43, ’97, 234 n. 48). New Docs 2, 78f. TW.
См. также в других словарях:
στέφανος — I Όνομα αγίων της Αν. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ο πρώτος και πιο γνωστός από τους επτά διακόνους, που είχαν εκλεχτεί για να υπηρετούν τις Αγάπες της πρώτης Εκκλησίας, στην Ιερουσαλήμ. Διακρινόταν για τη μεγάλη του χριστιανική δράση, αλλά… … Dictionary of Greek
στέφανος — ο 1. στεφάνι: Κατέθεσε δάφνινο στέφανο. 2. μτφ., ηθική αμοιβή: Κέρδισε το στέφανο της αρετής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… … Dictionary of Greek
διαφωτισμός — Ιδεολογικό και πολιτιστικό κίνημα του 18ου αι., που επεκτάθηκε σχεδόν σε όλους του κύκλους των πνευματικών ανθρώπων της Ευρώπης, αλλά είχε τα κέντρα ακτινοβολίας του και τους σημαντικότερους εκπροσώπους του αρχικά στην Αγγλία και αργότερα κυρίως… … Dictionary of Greek